ὁμόσημα

ὁμόσημα
ὁμόσημος
having the same meaning
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • πόλοι — Ονομάζονται π. τα σημεία στα οποία μια διάμετρος, κάθετη προς το επίπεδο ενός μεγίστου κύκλου μιας σφαίρας και διερχόμενη από το κέντρο της, συναντά την επιφάνεια της ίδιας σφαίρας. Υπάρχουν έτσι οι π. του Γαλαξία στο γαλαξιακό σύστημα, οι π. της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”